ἀφοριστικός: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aforistikos
|Transliteration C=aforistikos
|Beta Code=a)foristiko/s
|Beta Code=a)foristiko/s
|Definition=ή, όν, [[delimiting]], <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Ph.</span>541.4</span>, al.; [[separative]], Sch.<span class="bibl">Luc.<span class="title">Nav.</span>1</span>; [[aphoristic]], διδασκαλία Gal.11.802. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ibid.; [[pithily]], [[sententiously]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Is.</span>7</span>.
|Definition=ἀφοριστική, ἀφοριστικόν, [[delimiting]], Simp.''in Ph.''541.4, al.; [[separative]], Sch.Luc.''Nav.''1; [[aphoristic]], διδασκαλία Gal.11.802. Adv. [[ἀφοριστικῶς]] ibid.; [[pithily]], [[sententiously]], D.H.''Is.''7.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφοριστικός Medium diacritics: ἀφοριστικός Low diacritics: αφοριστικός Capitals: ΑΦΟΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aphoristikós Transliteration B: aphoristikos Transliteration C: aforistikos Beta Code: a)foristiko/s

English (LSJ)

ἀφοριστική, ἀφοριστικόν, delimiting, Simp.in Ph.541.4, al.; separative, Sch.Luc.Nav.1; aphoristic, διδασκαλία Gal.11.802. Adv. ἀφοριστικῶς ibid.; pithily, sententiously, D.H.Is.7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que delimita, que reduce a límites τὸ ἀφοριστικὸν τῆς οἰκείας τάξεως Simp.in Ph.541.4, c. gen. ἀ. τῶν ὄντων Dion.Ar.DN M.3.824C.
2 aforístico διδασκαλία Gal.11.802
del estilo conciso ἀ. χαρακτήρ Sophronius en Phot.Bibl.3b
gram. de adv. continuativos, Sch.Luc.Cat.1, EM 296.50G.
3 que rechaza, de rechazo δυνάμεις ἀφοριστικαί Dion.Ar.EH M.3.564B.
4 que distingue τῇ ἀφοριστικῇ ἰδιότητι ἀπὸ τοῦ πατρός Leont.Byz.M.86.1909C.
II adv. -ῶς de manera aforística ἀ. τὰ μετὰ ταῦτα ἐπιτίθεται D.H.Is.7.

German (Pape)

[Seite 414] zum Begränzen, Bezeichnen gehörig; trennend; in kurzen Sätzen, aphoristisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφοριστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ὁρισμόν, ὅμοιος ἀφορισμῷ, ἐκ βραχειῶν καὶ περιληπτικῶν προτάσεων συνιστάμενος, Φωτ. Βιβλ. 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὐκρινῶς καὶ συντόμως, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀφοριστικός, -όν) αφορίζω
1. διατυπωμένος με μορφή αφορισμού, αποφθεγματικός
2. αυτός που αναφέρεται στον εκκλησιαστικό αφορισμό
μσν.
ο ικανός να διαχωρίζει ή να προσδιορίζει.