διαπορία: Difference between revisions
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />embarras, incertitude.<br />'''Étymologie:''' [[διαπορέω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />embarras, incertitude.<br />'''Étymologie:''' [[διαπορέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαπορία:''' ἡ Plut., Diog. L. = [[διαπόρημα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 10: | Line 13: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[problema]], [[dificultad]] πρὸς ... τὴν διαπορίαν τοσαῦτα εἰρήσθω Aristox.<i>Harm</i>.62.13, διαπορίας καὶ τοῖς ἀγαθοῖς ἰατροῖς παρέχει Gal.5.721, Διαπορίαι tít. de una obra de Epicuro, D.L.10.27, cf. 119, Plu.2.1095c, πολλὴν διαπορίαν οὐκ ἐπεδέχετο τὸ σκέμμα Syrian.<i>in Metaph</i>.29.17, cf. Simp.<i>in de An</i>.24.1, 6<br /><b class="num">•</b>διαπορίαν ἔχειν [[producir problemas]], [[ser confuso]] ὁπότερον δὲ ποτέρου προτάττειν ἢ ὑποτάττειν χρή, ἔχει διαπορίαν Anon.<i>in Cat</i>.53.1, cf. 49.25. | |dgtxt=-ας, ἡ<br />[[problema]], [[dificultad]] πρὸς ... τὴν διαπορίαν τοσαῦτα εἰρήσθω Aristox.<i>Harm</i>.62.13, διαπορίας καὶ τοῖς ἀγαθοῖς ἰατροῖς παρέχει Gal.5.721, Διαπορίαι tít. de una obra de Epicuro, D.L.10.27, cf. 119, Plu.2.1095c, πολλὴν διαπορίαν οὐκ ἐπεδέχετο τὸ σκέμμα Syrian.<i>in Metaph</i>.29.17, cf. Simp.<i>in de An</i>.24.1, 6<br /><b class="num">•</b>διαπορίαν ἔχειν [[producir problemas]], [[ser confuso]] ὁπότερον δὲ ποτέρου προτάττειν ἢ ὑποτάττειν χρή, ἔχει διαπορίαν Anon.<i>in Cat</i>.53.1, cf. 49.25. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 3 October 2022
German (Pape)
[Seite 597] ἡ, Zweifel, D. L. 10, 27. 119; Plut.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
embarras, incertitude.
Étymologie: διαπορέω.
Russian (Dvoretsky)
διαπορία: ἡ Plut., Diog. L. = διαπόρημα.
Greek (Liddell-Scott)
διαπορία: ἡ, = διαπόρησις, Διογ. Λ. 10. 27, κτλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
problema, dificultad πρὸς ... τὴν διαπορίαν τοσαῦτα εἰρήσθω Aristox.Harm.62.13, διαπορίας καὶ τοῖς ἀγαθοῖς ἰατροῖς παρέχει Gal.5.721, Διαπορίαι tít. de una obra de Epicuro, D.L.10.27, cf. 119, Plu.2.1095c, πολλὴν διαπορίαν οὐκ ἐπεδέχετο τὸ σκέμμα Syrian.in Metaph.29.17, cf. Simp.in de An.24.1, 6
•διαπορίαν ἔχειν producir problemas, ser confuso ὁπότερον δὲ ποτέρου προτάττειν ἢ ὑποτάττειν χρή, ἔχει διαπορίαν Anon.in Cat.53.1, cf. 49.25.