Λευΐτης: Difference between revisions

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
(CSV import)
Line 7: Line 7:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[Λευΐ]]; a Levite, i.e. [[descendant]] of Levi: Levite.
|strgr=from [[Λευΐ]]; a Levite, i.e. [[descendant]] of Levi: Levite.
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=(ὁ) [[Lévite]]
}}
}}

Revision as of 18:30, 17 October 2022

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
lévite.
Étymologie: mot hébreu.

Greek (Liddell-Scott)

Λευΐτης: -ου, ὁ, τάξις ἱερατικὴ παρ’ Ἰουδαίοις ἐκ τῶν ἀπογόνων τοῦ Λευῒ υἱοῦ τοῦ Ἰακώβ, ἐν στενωτέρᾳ δὲ σημασίᾳ Λευῖται ὠνομάζοντο οἱ βοηθοὶ ἱερέων, ὡς μὴ ὄντες ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἀαρών, ὑπηρέτουν δὲ τοὺς ἱερεῖς εἰς τὰς κατωτέρας τοῦ ναοῦ ἐργασίας, κτλ., ἴδε Κοντογόν. Ἐγχειρίδ. Ἑβρ. Ἀρχαιολ. σ. 8, 119, 310, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 32, Ἐκκλ.

English (Strong)

from Λευΐ; a Levite, i.e. descendant of Levi: Levite.

French (New Testament)

(ὁ) Lévite