δοτέος: Difference between revisions
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />qu’il faut donner.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[δίδωμι]]. | |btext=α, ον :<br />qu’il faut donner.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[δίδωμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοτέος:''' adj. verb. к [[δίδωμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δοτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[δίδωμι]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να δοθεί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>δοτέον</i>, πρέπει να δώσουμε, στον ίδ. | |lsmtext='''δοτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[δίδωμι]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να δοθεί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>δοτέον</i>, πρέπει να δώσουμε, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δοτέος]], η, ον <i>adj</i> verb. adj. of [[δίδωμι]]<br /><b class="num">I.</b> to be given, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> δοτέον, one must [[give]], Hdt. | |mdlsjtxt=[[δοτέος]], η, ον <i>adj</i> verb. adj. of [[δίδωμι]]<br /><b class="num">I.</b> to be given, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> δοτέον, one must [[give]], Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, (δίδωμι) A to be given, Hdt.8.111. II δοτέον one must give, Pl. R.452e, Alex.250, etc.; one must allow, c. inf., Luc.Abd.9.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser dado σφι ... δοτέα εἶναι χρήματα Hdt.8.111, μισθὸς ἄρα τις δ. Arist.EN 1134b7, ἀλλ' ἐκεῖνα οὐ δοτέα Str.12.3.23.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’il faut donner.
Étymologie: adj. verb. de δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
δοτέος: adj. verb. к δίδωμι.
Greek (Liddell-Scott)
δοτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ δίδωμι, ὃν πρέπει νὰ δώσῃ τις, Ἡρόδ. 8. 111. ΙΙ. δοτέον, πρέπει νὰ δώσῃ τις, αὐτόθι 88, Ἄλεξ. Φιλίσκ. 1, κτλ.
Greek Monotonic
δοτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του δίδωμι·
I. αυτός που πρέπει να δοθεί, σε Ηρόδ.
II. δοτέον, πρέπει να δώσουμε, στον ίδ.
Middle Liddell
δοτέος, η, ον adj verb. adj. of δίδωμι
I. to be given, Hdt.
II. δοτέον, one must give, Hdt.