μεταπεμπτέος: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut mander.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μεταπέμπω]].
|btext=α, ον :<br />qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut mander.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μεταπέμπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπεμπτέος:''' [[за которым следует послать]], [[который нужно требовать]] (ἐκ τῶν ξυμμάχων Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταπεμπτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αποσταλεί [[αλλού]], σε Θουκ.
|lsmtext='''μεταπεμπτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αποσταλεί [[αλλού]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπεμπτέος:''' [[за которым следует послать]], [[который нужно требовать]] (ἐκ τῶν ξυμμάχων Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μεταπεμπτέος]], η, ον verb. adj. from [[μεταπέμπω]]<br />to be sent for, Thuc.
|mdlsjtxt=[[μεταπεμπτέος]], η, ον verb. adj. from [[μεταπέμπω]]<br />to be sent for, Thuc.
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπεμπτέος Medium diacritics: μεταπεμπτέος Low diacritics: μεταπεμπτέος Capitals: ΜΕΤΑΠΕΜΠΤΕΟΣ
Transliteration A: metapemptéos Transliteration B: metapempteos Transliteration C: metapempteos Beta Code: metapempte/os

English (LSJ)

α, ον, to be sent for, Th.6.25.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’on peut ou qu’il faut mander.
Étymologie: adj. verb. de μεταπέμπω.

Russian (Dvoretsky)

μεταπεμπτέος: за которым следует послать, который нужно требовать (ἐκ τῶν ξυμμάχων Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταπεμπτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ μεταπέμπεσθαι, Θουκ. 6. 25.

Greek Monolingual

μεταπεμπτέος, -α, -ον (Α) μεταπέμπω
αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να μεταπέμψει, να στείλει και να τον καλέσει να έλθει.

Greek Monotonic

μεταπεμπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αποσταλεί αλλού, σε Θουκ.

Middle Liddell

μεταπεμπτέος, η, ον verb. adj. from μεταπέμπω
to be sent for, Thuc.