ποτιδέγμενος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[προσδέχομαι]].
|btext=v. [[προσδέχομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ποτῐδέγμενος:''' эп.-дор. part. к [[προσδέχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποτῐδέγμενος:''' Δωρ. μτχ. του [[προσδέχομαι]], επίσης σε Όμηρ.
|lsmtext='''ποτῐδέγμενος:''' Δωρ. μτχ. του [[προσδέχομαι]], επίσης σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποτῐδέγμενος:''' эп.-дор. part. к [[προσδέχομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτιδέγμενος Medium diacritics: ποτιδέγμενος Low diacritics: ποτιδέγμενος Capitals: ΠΟΤΙΔΕΓΜΕΝΟΣ
Transliteration A: potidégmenos Transliteration B: potidegmenos Transliteration C: potidegmenos Beta Code: potide/gmenos

English (LSJ)

ποτιδέχνυσο, v. προσδέχομαι.

French (Bailly abrégé)

v. προσδέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ποτῐδέγμενος: эп.-дор. part. к προσδέχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ποτῐδέγμενος: Δωρ. μετοχ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ὁμήρ.· ἴδε προσδέχομαι.

English (Autenrieth)

see προσδέχομαι.

Greek Monotonic

ποτῐδέγμενος: Δωρ. μτχ. του προσδέχομαι, επίσης σε Όμηρ.