ποτιδέγμενος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[προσδέχομαι]]. | |btext=v. [[προσδέχομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποτῐδέγμενος:''' эп.-дор. part. к [[προσδέχομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποτῐδέγμενος:''' Δωρ. μτχ. του [[προσδέχομαι]], επίσης σε Όμηρ. | |lsmtext='''ποτῐδέγμενος:''' Δωρ. μτχ. του [[προσδέχομαι]], επίσης σε Όμηρ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ποτιδέχνυσο, v. προσδέχομαι.
French (Bailly abrégé)
v. προσδέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ποτῐδέγμενος: эп.-дор. part. к προσδέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ποτῐδέγμενος: Δωρ. μετοχ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ὁμήρ.· ἴδε προσδέχομαι.
English (Autenrieth)
see προσδέχομαι.
Greek Monotonic
ποτῐδέγμενος: Δωρ. μτχ. του προσδέχομαι, επίσης σε Όμηρ.