Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συννέμησις: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />relation.<br />'''Étymologie:''' [[συννέμω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />relation.<br />'''Étymologie:''' [[συννέμω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συννέμησις:''' εως ἡ [[отношение]] (πρός τι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α<br />[[σχέση]] [[προς]] [[κάτι]], [[αναφορά]] [[προς]] [[κάτι]] («κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συννέμω]]. Για το δισύλλαβο θ. <i>συν</i>-<i>νεμη</i>- <b>βλ.</b> και λ. [[νέμω]].
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α<br />[[σχέση]] [[προς]] [[κάτι]], [[αναφορά]] [[προς]] [[κάτι]] («κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συννέμω]]. Για το δισύλλαβο θ. <i>συν</i>-<i>νεμη</i>- <b>βλ.</b> και λ. [[νέμω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συννέμησις:''' εως ἡ [[отношение]] (πρός τι Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννέμησις Medium diacritics: συννέμησις Low diacritics: συννέμησις Capitals: ΣΥΝΝΕΜΗΣΙΣ
Transliteration A: synnémēsis Transliteration B: synnemēsis Transliteration C: synnemisis Beta Code: sunne/mhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, relation, πρὸς τὸν χρόνον Plu.2.393a.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
relation.
Étymologie: συννέμω.

Russian (Dvoretsky)

συννέμησις: εως ἡ отношение (πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συννέμησις: -εως, ἡ, σχέσις, πρός τι, κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν Πλούτ. 2. 393Α.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α
σχέση προς κάτι, αναφορά προς κάτι («κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συννέμω. Για το δισύλλαβο θ. συν-νεμη- βλ. και λ. νέμω.