τρισκαιδεκέτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[τρισκαιδεκαέτης]].
|btext=<i>c.</i> [[τρισκαιδεκαέτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρισκαιδεκέτης:''' Anth. = [[τρισκαιδεκαέτης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 10: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρισκαιδεκέτης:''' -ου, ὁ ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] δεκατριών ετών, σε Λυσ.
|lsmtext='''τρισκαιδεκέτης:''' -ου, ὁ ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] δεκατριών ετών, σε Λυσ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρισκαιδεκέτης:''' Anth. = [[τρισκαιδεκαέτης]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:25, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

c. τρισκαιδεκαέτης.

Russian (Dvoretsky)

τρισκαιδεκέτης: Anth. = τρισκαιδεκαέτης.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκαιδεκέτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ἡλικίαν δεκατριῶν ἐτῶν, Λυσί. 116. 28.

Greek Monolingual

-ες, Α
βλ. τρεισκαιδεκ(α)έτης.

Greek Monotonic

τρισκαιδεκέτης: -ου, ὁ (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία δεκατριών ετών, σε Λυσ.

Middle Liddell

τρισκαιδεκ-έτης, ου, ὁ, ἔτος
thirteen years old, Lys.

English (Woodhouse)

thirteen years old

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)