ἀκριτόφυλλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au feuillage épais (<i>propr.</i> confus).<br />'''Étymologie:''' [[ἄκριτος]], [[φύλλον]].
|btext=ος, ον :<br />au feuillage épais (<i>propr.</i> confus).<br />'''Étymologie:''' [[ἄκριτος]], [[φύλλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρῐτόφυλλος:''' [[сплошь покрытый листвой]], [[густолиственный]] ([[ὄρος]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρῐτόφυλλος:''' -ον ([[φύλλον]]), αυτός που έχει φύλλα που δεν ξεχωρίζουν [[μεταξύ]] τους, δηλ. [[πυκνόφυλλος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀκρῐτόφυλλος:''' -ον ([[φύλλον]]), αυτός που έχει φύλλα που δεν ξεχωρίζουν [[μεταξύ]] τους, δηλ. [[πυκνόφυλλος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρῐτόφυλλος:''' [[сплошь покрытый листвой]], [[густолиственный]] ([[ὄρος]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φύλλον]]<br />of [[undistinguishable]], i. e. [[closely]] blending, [[leafage]], Il.
|mdlsjtxt=[[φύλλον]]<br />of [[undistinguishable]], i. e. [[closely]] blending, [[leafage]], Il.
}}
}}

Revision as of 17:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῐτόφυλλος Medium diacritics: ἀκριτόφυλλος Low diacritics: ακριτόφυλλος Capitals: ΑΚΡΙΤΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: akritóphyllos Transliteration B: akritophyllos Transliteration C: akritofyllos Beta Code: a)krito/fullos

English (LSJ)

ον, of undistinguishable, i.e. closely blending, leafage, ὄρος Il.2.868.

Spanish (DGE)

(ἀκρῐτόφυλλος) -ον de apretado follaje ὄρος Il.2.868.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au feuillage épais (propr. confus).
Étymologie: ἄκριτος, φύλλον.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρῐτόφυλλος: сплошь покрытый листвой, густолиственный (ὄρος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῐτόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων φύλλα μὴ διακρινόμενα ἀπ’ ἀλλήλω, πυκνόφυλλος. ὄρος, Ἰλ. Β. 868.

English (Autenrieth)

(φύλλον): dense with leaves or foliage, Il. 2.868†.

Greek Monolingual

ἀκριτόφυλλος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα φύλλα, ο πυκνόφυλλος
«ἀκριτόφυλλον ὄρος» (Όμ. Β. 868).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -φυλλος < φύλλον.

Greek Monotonic

ἀκρῐτόφυλλος: -ον (φύλλον), αυτός που έχει φύλλα που δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους, δηλ. πυκνόφυλλος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

φύλλον
of undistinguishable, i. e. closely blending, leafage, Il.