ἀντικάτημαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion. c.</i> [[ἀντικάθημαι]]. | |btext=<i>ion. c.</i> [[ἀντικάθημαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντικάτημαι:''' ион. = [[ἀντικάθημαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντικάτημαι:''' -κατίζομαι, -[[κατίστημι]], Ιων. αντί <i>ἀντι- κάθ-</i>. | |lsmtext='''ἀντικάτημαι:''' -κατίζομαι, -[[κατίστημι]], Ιων. αντί <i>ἀντι- κάθ-</i>. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ἀντικατίζομαι, ἀντικατίστημι, Ion. for ἀντικάθ-.
Spanish (DGE)
v. ἀντικάθημαι.
German (Pape)
[Seite 253] -κατίζομαι, -κατίστημι, ion. Formen für ἀντικάθημαι u. s. w.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀντικάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικάτημαι: ион. = ἀντικάθημαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικάτημαι: ἀντικατίζομαι, ἀντικατίστημι Ἰων. ἀντὶ ἀντικάθ-.
Greek Monotonic
ἀντικάτημαι: -κατίζομαι, -κατίστημι, Ιων. αντί ἀντι- κάθ-.