ἕστηκα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>pf. de</i> [[ἵστημι]]. | |btext=<i>pf. de</i> [[ἵστημι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἕστηκα:''' pf. к [[ἵστημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἕστηκα:''' -ειν, αμτβ. παρακ. και υπερσ. του [[ἵστημι]]· ἕστην, αόρ. βʹ· ἕστηξω, -ομαι, μέλ. | |lsmtext='''ἕστηκα:''' -ειν, αμτβ. παρακ. και υπερσ. του [[ἵστημι]]· ἕστην, αόρ. βʹ· ἕστηξω, -ομαι, μέλ. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:21, 3 October 2022
English (LSJ)
ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς, v. ἵστημι.
French (Bailly abrégé)
pf. de ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἕστηκα: pf. к ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἕστηκα: ἑστήξω, καὶ -ομαι, ἕστησα, ἕστην, ἑστηώς, ἴδε ἵστημι.
Greek Monotonic
ἕστηκα: -ειν, αμτβ. παρακ. και υπερσ. του ἵστημι· ἕστην, αόρ. βʹ· ἕστηξω, -ομαι, μέλ.