τριχοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τριχοειδής -ές [θρίξ, εἶδος] lijkend op haar, haarachtig.
|elnltext=τριχοειδής -ές [θρίξ, εἶδος] lijkend op haar, haarachtig.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />όμοιος με [[τρίχα]] (α. «τριχοειδή αγγεία» β. «τριχοειδεῖς σωλῆνες», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα τριχοειδή</i><br /><b>ανατ.</b> λεπτότατα αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία, που αποτελούν [[σημαντικά]] στοιχεία της κυκλοφορίας του αίματος και της λέμφου, αλλ. τριχοειδή αγγεία<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τριχοειδές [[νερό]]»<br /><b>γεωλ.</b> εδαφικό [[νερό]] [[πάνω]] από τον υδροφόρο ορίζοντα, το οποίο συγκρατείται, λόγω τριχοειδικών φαινομένων, [[γύρω]] από τα σωματίδια του εδάφους και στα διάκενά τους, με τη [[μορφή]] ενός συνεχούς υμενίου<br />β) «[[τριχοειδής]] [[βρογχίτιδα]]» — <b>βλ.</b> [[βρογχίτιδα]]<br />γ) «[[τριχοειδής]] [[σωλήνας]]»<br /><b>φυσ.</b> [[σωλήνας]] πολύ μικρής διατομής, στον οποίο [[είναι]] [[εμφανής]] η [[ανάπτυξη]] τών τριχοειδικών φαινομένων<br />δ) «τριχοειδή φαινόμενα»<br /><b>φυσ.</b> τα τριχοειδικά φαινόμενα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τριχοειδῶς</i> Α<br />με τριχοειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>trichoid</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />όμοιος με [[τρίχα]] (α. «τριχοειδή αγγεία» β. «τριχοειδεῖς σωλῆνες», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα τριχοειδή</i><br /><b>ανατ.</b> λεπτότατα αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία, που αποτελούν [[σημαντικά]] στοιχεία της κυκλοφορίας του αίματος και της λέμφου, αλλ. τριχοειδή αγγεία<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τριχοειδές [[νερό]]»<br /><b>γεωλ.</b> εδαφικό [[νερό]] [[πάνω]] από τον υδροφόρο ορίζοντα, το οποίο συγκρατείται, λόγω τριχοειδικών φαινομένων, [[γύρω]] από τα σωματίδια του εδάφους και στα διάκενά τους, με τη [[μορφή]] ενός συνεχούς υμενίου<br />β) «[[τριχοειδής]] [[βρογχίτιδα]]» — <b>βλ.</b> [[βρογχίτιδα]]<br />γ) «[[τριχοειδής]] [[σωλήνας]]»<br /><b>φυσ.</b> [[σωλήνας]] πολύ μικρής διατομής, στον οποίο [[είναι]] [[εμφανής]] η [[ανάπτυξη]] τών τριχοειδικών φαινομένων<br />δ) «τριχοειδή φαινόμενα»<br /><b>φυσ.</b> τα τριχοειδικά φαινόμενα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τριχοειδῶς</i> Α<br />με τριχοειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>trichoid</i>].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[haatartig]], [[haarig]]</i>, Hippocr. und sp. Medic.
}}
}}

Revision as of 17:00, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχοειδής Medium diacritics: τριχοειδής Low diacritics: τριχοειδής Capitals: ΤΡΙΧΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: trichoeidḗs Transliteration B: trichoeidēs Transliteration C: trichoeidis Beta Code: trixoeidh/s

English (LSJ)

ές, like a hair, Hp.Nat.Hom.14, Arist.HA 620b14; of the veins, capillary, Gal.2.808; of nerves, ib.355; ῥωγμή Sor.Fract.2; στιγμαί, on reptiles, Aët.13.23. Adv. -δῶς, πολιοῦσθαι Dsc.4.96.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριχοειδής -ές [θρίξ, εἶδος] lijkend op haar, haarachtig.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχοειδής: похожий на (напоминающий) волос, волосной Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τρίχα, Ἱππ. 230, 54, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 2· ἐπὶ τῶν λεπτοτάτων φλεβῶν, Γαλην. 2. 808.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
όμοιος με τρίχα (α. «τριχοειδή αγγεία» β. «τριχοειδεῖς σωλῆνες», Γαλ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. τα τριχοειδή
ανατ. λεπτότατα αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία, που αποτελούν σημαντικά στοιχεία της κυκλοφορίας του αίματος και της λέμφου, αλλ. τριχοειδή αγγεία
2. φρ. α) «τριχοειδές νερό»
γεωλ. εδαφικό νερό πάνω από τον υδροφόρο ορίζοντα, το οποίο συγκρατείται, λόγω τριχοειδικών φαινομένων, γύρω από τα σωματίδια του εδάφους και στα διάκενά τους, με τη μορφή ενός συνεχούς υμενίου
β) «τριχοειδής βρογχίτιδα» — βλ. βρογχίτιδα
γ) «τριχοειδής σωλήνας»
φυσ. σωλήνας πολύ μικρής διατομής, στον οποίο είναι εμφανής η ανάπτυξη τών τριχοειδικών φαινομένων
δ) «τριχοειδή φαινόμενα»
φυσ. τα τριχοειδικά φαινόμενα.
επίρρ...
τριχοειδῶς Α
με τριχοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -ειδής. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. trichoid].

German (Pape)

ές, haatartig, haarig, Hippocr. und sp. Medic.