διέπραθον: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διέπρᾰθον:''' -επρᾰθόμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. | |lsmtext='''διέπρᾰθον:''' -επρᾰθόμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. βʹ του [[διαπέρθω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 25 August 2023
English (LSJ)
διεπρᾰθ-όμην, v. διαπέρθω.
Spanish (DGE)
v. διαπέρθω.
French (Bailly abrégé)
v. διαπέρθω.
Russian (Dvoretsky)
διέπρᾰθον: Hom. aor. 2 к διαπέρθω.
Greek (Liddell-Scott)
διέπρᾰθον: διεπρᾰθόμην, ἴδε ἐν λ. διαπέρθω.
English (Autenrieth)
see διαπέρθω.
Greek Monotonic
διέπρᾰθον: -επρᾰθόμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. βʹ του διαπέρθω.