δειπνοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δειπνοποιός]], ο (Α)<br />αυτός που έχει αναλάβει την [[ετοιμασία]] του δείπνου.
|mltxt=[[δειπνοποιός]], ο (Α)<br />αυτός που έχει αναλάβει την [[ετοιμασία]] του δείπνου.
}}
{{pape
|ptext=<i>die [[Mahlzeit]] [[bereitend]]</i>.
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειπνοποιός Medium diacritics: δειπνοποιός Low diacritics: δειπνοποιός Capitals: ΔΕΙΠΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: deipnopoiós Transliteration B: deipnopoios Transliteration C: deipnopoios Beta Code: deipnopoio/s

English (LSJ)

ὁ, dinner-preparer, caterer, Arist.MM 1206a27.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
el que prepara la cena, cocinero Arist.MM 1206a27, Heph.Astr.3.36.2, IG 12(1).579 (Rodas).

Russian (Dvoretsky)

δειπνοποιός:устроитель обеда Arst.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνοποιός: ὁ, ὁ παρέχων δεῖπνον, ἑστιῶν, Ἀριστ. Μ. Ἠθ. 2. 7, 30.

Greek Monolingual

δειπνοποιός, ο (Α)
αυτός που έχει αναλάβει την ετοιμασία του δείπνου.

German (Pape)

die Mahlzeit bereitend.