μακρόπτερος: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόπτερος]], -ον)<br />αυτός που έχει μακριές πτέρυγες ή [[μακριά]] πτερύγια. | |mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόπτερος]], -ον)<br />αυτός που έχει μακριές πτέρυγες ή [[μακριά]] πτερύγια. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[langflügelig]]</i>, Arist. <i>part. an</i>. 1.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:06, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, long-winged, Arist.PA644a20.
Russian (Dvoretsky)
μακρόπτερος: длиннокрылый (ὄρνις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μακρόπτερος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰς πτέρυγας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μακρόπτερος, -ον)
αυτός που έχει μακριές πτέρυγες ή μακριά πτερύγια.
German (Pape)
langflügelig, Arist. part. an. 1.4.