μακρόπτερος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόπτερος]], -ον)<br />αυτός που έχει μακριές πτέρυγες ή [[μακριά]] πτερύγια.
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόπτερος]], -ον)<br />αυτός που έχει μακριές πτέρυγες ή [[μακριά]] πτερύγια.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[langflügelig]]</i>, Arist. <i>part. an</i>. 1.4.
}}
}}

Revision as of 17:06, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόπτερος Medium diacritics: μακρόπτερος Low diacritics: μακρόπτερος Capitals: ΜΑΚΡΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: makrópteros Transliteration B: makropteros Transliteration C: makropteros Beta Code: makro/pteros

English (LSJ)

ον, long-winged, Arist.PA644a20.

Russian (Dvoretsky)

μακρόπτερος: длиннокрылый (ὄρνις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μακρόπτερος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰς πτέρυγας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακρόπτερος, -ον)
αυτός που έχει μακριές πτέρυγες ή μακριά πτερύγια.

German (Pape)

langflügelig, Arist. part. an. 1.4.