μεθεκτέον: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=methekteon | |Transliteration C=methekteon | ||
|Beta Code=meqekte/on | |Beta Code=meqekte/on | ||
|Definition=(μετέχω) [[one must share]], τινος | |Definition=([[μετέχω]]) [[one must share]], τινος Th.8.65; παιδιᾶς Pl. ''R.''424e; νόμων Antiph.44.2: pl. μεθεκτέα Agath.2.14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
(μετέχω) one must share, τινος Th.8.65; παιδιᾶς Pl. R.424e; νόμων Antiph.44.2: pl. μεθεκτέα Agath.2.14.
German (Pape)
[Seite 111] adj. verb. zu μετέχω.
Russian (Dvoretsky)
μεθεκτέον: adj. verb. к μετέχω.
Greek (Liddell-Scott)
μεθεκτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ μετέχω, δεῖ μετέχειν, τινὸς Θουκ. 8. 66, Πλάτ. Πολ. 424Ε.
Greek Monotonic
μεθεκτέον: ρημ. επίθ. του μετέχω, αυτό που πρέπει να έχει μερίδιο σε κάτι, τινός, σε Θουκ.