πηρομελής: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0611.png Seite 611]] ές, an den Gliedern gelähmt, verstümmelt, D. L. 5, 40, im Ggstz von [[ἄπηρος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0611.png Seite 611]] ές, an den Gliedern gelähmt, verstümmelt, D. L. 5, 40, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἄπηρος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:02, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηρομελής Medium diacritics: πηρομελής Low diacritics: πηρομελής Capitals: ΠΗΡΟΜΕΛΗΣ
Transliteration A: pēromelḗs Transliteration B: pēromelēs Transliteration C: piromelis Beta Code: phromelh/s

English (LSJ)

ές, disabled in the limbs, maimed, Epigr. ap. D.L.5.40.

German (Pape)

[Seite 611] ές, an den Gliedern gelähmt, verstümmelt, D. L. 5, 40, im Gegensatz von ἄπηρος.

Russian (Dvoretsky)

πηρομελής: увечный Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

πηρομελής: -ές, ὁ ἔχων τὰ μέλη πεπληρωμένα, βεβλαμμένος, ἠκρωτηριασμένος, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 40.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει πηρομέλεια, δυσμορφία ενός μέλους του σώματος
αρχ.
αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα ή περισσότερα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + -μελής (< μέλος), πρβλ. μικρο-μελής, περισσο-μελής].