στρουθίζω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=strouthizo | |Transliteration C=strouthizo | ||
|Beta Code=strouqi/zw | |Beta Code=strouqi/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[chirp like a]] [[στρουθός]], [[twitter]], Ar.''Fr.''947 = ''Com.Adesp.'' 1155, Thd.''Is.''10.14, 38.14.<br><span class="bld">II</span> [[cleanse with the herb]] [[στρούθειον]], ''PSI''4.429.16 (iii B.C.), Dsc.2.74, ''PHolm.''15.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
A chirp like a στρουθός, twitter, Ar.Fr.947 = Com.Adesp. 1155, Thd.Is.10.14, 38.14.
II cleanse with the herb στρούθειον, PSI4.429.16 (iii B.C.), Dsc.2.74, PHolm.15.2.
German (Pape)
[Seite 956] 1) wie ein στρουθός piepen, schreien, schwatzen. – 2) mit dem Kraute στρουθίον reinigen, Diosc.
Russian (Dvoretsky)
στρουθίζω: чирикать, щебетать Arph.
Greek (Liddell-Scott)
στρουθίζω: λαλῶ ὡς στρουθός, ᾄδω, κελαδῶ, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 717. ΙΙ. καθαρίζω διὰ τῆς βοτάνης τῆς καλουμένης στρουθίον, Διοσκ. 2. 84.
Greek Monolingual
ΜΑ
κελαηδώ σαν σπουργίτης
(αρχ) καθαρίζω έρια ή υφάσματα με στρουθειον, με σαπουνόχορτο («λαβὼν ἔρια μαλακὰ οἰσυπηρά, ἔκπλυνον, ἐστρουθισμένα θερμῷ ὕδατι», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός. Το ρ. με τη σημ. «καθαρίζω υφάσματα» < στρούθειον.