συνιτικός: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synitikos | |Transliteration C=synitikos | ||
|Beta Code=sunitiko/s | |Beta Code=sunitiko/s | ||
|Definition= | |Definition=συνιτική, συνιτικόν, [[disposed to come together]] or to [[be condensed]], <b class="b3">σ. εἰς αὑτό</b>, opp. [[διιτικός]], Arist.''Pr.''905b14 (Comp.). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
συνιτική, συνιτικόν, disposed to come together or to be condensed, σ. εἰς αὑτό, opp. διιτικός, Arist.Pr.905b14 (Comp.).
Russian (Dvoretsky)
συνῐτικός: σύνειμι II] стягивающийся, сжимающийся, сгущающийся (ἀήρ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
συνῐτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος συνιέναι, συνιτικώτερον εἰς αὐτό, δυνάμενον εἰς αὐτὸ συνιέναι, Ἀριστ. Προβλ. 11. 58, 4, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό, διιτικώτερον.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να συμπυκνωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνειμι (πρβλ. ἰτός: εἶμι, διιτικός: δίειμι)].