συγκαταφαγεῖν: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκαταφᾰγεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του [[συγκατεσθίω]].
|lsmtext='''συγκαταφᾰγεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του [[συγκατεσθίω]].
}}
}}

Latest revision as of 09:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταφᾰγεῖν Medium diacritics: συγκαταφαγεῖν Low diacritics: συγκαταφαγείν Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΦΑΓΕΙΝ
Transliteration A: synkataphageîn Transliteration B: synkataphagein Transliteration C: sygkatafagein Beta Code: sugkatafagei=n

English (LSJ)

aor. inf. of συγκατεσθίω.

German (Pape)

[Seite 966] aor. zu συγκατεσθίω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de συγκατεσθίω.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταφᾰγεῖν: inf. aor. 2 к συγκατεσθίω.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταφᾰγεῖν: ἀπαρ. ἀόρ. τοῦ συγκατεσθίω.

Greek Monotonic

συγκαταφᾰγεῖν: απαρ. αορ. βʹ του συγκατεσθίω.