σωφρονητικός: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1062.png Seite 1062]] ή, όν, = [[σωφρονικός]]; τὸ σωφρ. im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1062.png Seite 1062]] ή, όν, = [[σωφρονικός]]; τὸ σωφρ. im <span class="ggns">Gegensatz</span> von ὑβριστικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5, = [[σωφροσύνη]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 18:47, 24 November 2022
German (Pape)
[Seite 1062] ή, όν, = σωφρονικός; τὸ σωφρ. im Gegensatz von ὑβριστικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5, = σωφροσύνη.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. σωφρονικός.
Étymologie: σωφρονέω.
Russian (Dvoretsky)
σωφρονητικός: Xen. v. l. = σωφρονικός.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονητικός: -ή, -όν, ἴδε σωφρονικός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σωφρονῶ
σωφρονικός.
Greek Monotonic
σωφρονητικός: -ή, -όν, = σωφρονικός, σε Ξεν.
Middle Liddell
σωφρονητικός, ή, όν = σωφρονικός, Xen.]