ταχύπομπος: Difference between revisions
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που στέλνει ή συνοδεύει [[γρήγορα]] («τί ποτ' εὔπλοιαν ἔπραξαν ταχυπόμποισι διωγμοῖς;», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πομπός]] ( | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που στέλνει ή συνοδεύει [[γρήγορα]] («τί ποτ' εὔπλοιαν ἔπραξαν ταχυπόμποισι διωγμοῖς;», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πομπός]] ([[πρβλ]]. [[ναυσίπομπος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:30, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, quick-sailing, διωγμοί A.Supp.1046 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1076] schnell schickend, geleitend, Aesch. Suppl. 1031.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχύπομπος: (ῠ) быстро следующий, т. е. стремительный, быстрый (διωγμοί Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύπομπος: -ον, ὁ ταχέως πέμπων ἢ συνοδεύων, διωγμοὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 1046. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 203.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που στέλνει ή συνοδεύει γρήγορα («τί ποτ' εὔπλοιαν ἔπραξαν ταχυπόμποισι διωγμοῖς;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + πομπός (πρβλ. ναυσίπομπος)].