τετραμερής: Difference between revisions
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τετραμερή [[άνθη]]»<br /><b>βοτ.</b> [[άνθη]] τών οποίων τα διάφορα σπονδυλώματα περιλαμβάνουν ανά [[τέσσερα]], ή πολλαπλάσια του [[τέσσερα]], μόρια. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τετραμερῶς</i> ΜΑ<br />σε [[τέσσερα]] μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-<i>μερής</i>]. | |mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τετραμερή [[άνθη]]»<br /><b>βοτ.</b> [[άνθη]] τών οποίων τα διάφορα σπονδυλώματα περιλαμβάνουν ανά [[τέσσερα]], ή πολλαπλάσια του [[τέσσερα]], μόρια. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τετραμερῶς</i> ΜΑ<br />σε [[τέσσερα]] μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-<i>μερής</i>]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ές [[que consta de cuatro partes]], [[cuatripartito]] del nombre de Helios ἐπικαλοῦμαι τετραμερές σου τοὔνομα <b class="b3">yo invoco tu nombre cuatripartito</b> P IV 1982 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:26, 15 October 2022
English (LSJ)
ές, quadripartite, Arist. Fr. 47, LXX 2 Ma. 8.21, S.E. P. 1.23, Sor. Fasc. 40. Adv. τετραμερῶς Sm. Ez. 1.8, Eust. 1572.24.
German (Pape)
[Seite 1098] ές, viertheilig, aus vier Abtheilungen bestehend, Plut. de mus. 24 S. Emp. pyrrh. 1, 23.
Russian (Dvoretsky)
τετραμερής: состоящий из четырех частей Arst., Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰμερής: -ές, ὁ ἐκ τεσσάρων μερῶν ἀποτελούμενος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 43, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Π. 1. 23, 237. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐστ. 1572, 24· - ὁ Τζέτζ. ἐν Ἱστ. 3. 341, ἔχει καὶ τὸ οὐσιαστ. τετραμέρεια, ἡ, πρὸς πᾶσαν τετραμέρειαν τῆς γῆς ἐφαπλώσας νίκας.
Spanish
que consta de cuatro partes, cuatripartito
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από τέσσερα μέρη
νεοελλ.
φρ. «τετραμερή άνθη»
βοτ. άνθη τών οποίων τα διάφορα σπονδυλώματα περιλαμβάνουν ανά τέσσερα, ή πολλαπλάσια του τέσσερα, μόρια.
επίρρ...
τετραμερῶς ΜΑ
σε τέσσερα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. πεντα-μερής].
Léxico de magia
-ές que consta de cuatro partes, cuatripartito del nombre de Helios ἐπικαλοῦμαι τετραμερές σου τοὔνομα yo invoco tu nombre cuatripartito P IV 1982