συντακτός: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συντάσσω]]<br /><b>1.</b> συντεταγμένος με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρᾶγμα συντακτὸν [[περί]] τινος»<br />(ως [[ορισμός]]) το [[κατηγόρημα]] (Διογ. Βαβ.).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συντάσσω]]<br /><b>1.</b> συντεταγμένος με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρᾶγμα συντακτὸν [[περί]] τινος»<br />(ως [[ορισμός]]) το [[κατηγόρημα]] (Διογ. Βαβ.).
}}
{{pape
|ptext=adj. verb. von [[συντάσσω]], <i>[[zusammengeordnet]], [[festgesetzt]]</i>, DL. 7.58, 64.
}}
}}

Revision as of 16:51, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντακτός Medium diacritics: συντακτός Low diacritics: συντακτός Capitals: ΣΥΝΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: syntaktós Transliteration B: syntaktos Transliteration C: syntaktos Beta Code: suntakto/s

English (LSJ)

ή, όν, constructed with (cf. συντάσσω 11.5), ὀρθῇ πτώσει Stoic.2.59: also abs., πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος, as a definition of κατηγόρημα, Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib.3.213.

Russian (Dvoretsky)

συντακτός: [adj. verb. к συντάσσω грам. построенный, присоединенный, сочиненный: σ. ὀρθῇ πτώσει Diog. L. построенный с именительным падежом.

Greek (Liddell-Scott)

συντακτός: -ή, -όν, συντεταγμένος μετά τινος, (πρβλ. συντάσσω ΙΙ. 5), ὀρθῇ πτώσει Διογ. Λ. 7. 64, πρβλ. 58.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συντάσσω
1. συντεταγμένος με κάποιον
2. φρ. «πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος»
(ως ορισμός) το κατηγόρημα (Διογ. Βαβ.).

German (Pape)

adj. verb. von συντάσσω, zusammengeordnet, festgesetzt, DL. 7.58, 64.