χιλίανδρος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για [[πλήθος]] ή για [[πόλη]]) αυτός που αποτελείται από χίλιους άνδρες ή κατοίκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χιλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μυρί</i>-<i>ανδρος</i>, <i>τρί</i>-<i>ανδρος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για [[πλήθος]] ή για [[πόλη]]) αυτός που αποτελείται από χίλιους άνδρες ή κατοίκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χιλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), [[πρβλ]]. [[μυρίανδρος]], [[τρίανδρος]]].
}}
}}

Revision as of 16:44, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλίανδρος Medium diacritics: χιλίανδρος Low diacritics: χιλίανδρος Capitals: ΧΙΛΙΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: chilíandros Transliteration B: chiliandros Transliteration C: chiliandros Beta Code: xili/andros

English (LSJ)

ον, containing a thousand men, πόλις Pl.Plt.292e.

German (Pape)

[Seite 1355] tausend Mann stark, von tausend Mann, πόλις Plat. Polit. 292 e.

Russian (Dvoretsky)

χῑλίανδρος: состоящий из тысячи мужей (πόλις Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

χῑλίανδρος: -ον, ὁ περιέχων χιλίους ἄνδρας, ἐν χιλιάνδρῳ πόλει Πλάτ. Πολιτικ. 292Ε.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για πλήθος ή για πόλη) αυτός που αποτελείται από χίλιους άνδρες ή κατοίκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + -ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. μυρίανδρος, τρίανδρος].