ἴδμεν: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἴδμεν:''' Ιων. και Δωρ. αντί [[ἴσμεν]], αʹ πληθ. του [[οἶδα]]· [[ἴδμεν]], [[ἴδμεναι]], Επικ. αντί [[εἰδέναι]], απαρ. του [[οἶδα]].
|lsmtext='''ἴδμεν:''' Ιων. και Δωρ. αντί [[ἴσμεν]], αʹ πληθ. του [[οἶδα]]· [[ἴδμεν]], [[ἴδμεναι]], Επικ. αντί [[εἰδέναι]], απαρ. του [[οἶδα]].
}}
}}

Latest revision as of 09:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴδμεν Medium diacritics: ἴδμεν Low diacritics: ίδμεν Capitals: ΙΔΜΕΝ
Transliteration A: ídmen Transliteration B: idmen Transliteration C: idmen Beta Code: i)/dmen

English (LSJ)

Ion., Aeol., Dor. for ἴσμεν: ἴδμεν, ἴδμεναι, Ep. for εἰδέναι; v. οἶδα.

French (Bailly abrégé)

ion. et dor. c. ἴσμεν, 1ᵉ pl. de οἶδα, v. *εἴδω;
épq. c. εἰδέναι, inf. de οἶδα, v. *εἴδω.

Russian (Dvoretsky)

ἴδμεν:
I ион.-дор. (= ἴσμεν) 1 л. pl. praes. к οἶδα (см. *εἴδω).
II (= εἰδέναι) эп. inf. к οἶδα (см. *εἴδω).

Greek (Liddell-Scott)

ἴδμεν: Ἰων. καὶ Δωρ. ἀντὶ ἴσμεν: - ἴδμεν, ἴδμεναι, Ἐπικ. ἀντὶ εἰδέναι· ἴδε οἶδα.

Greek Monotonic

ἴδμεν: Ιων. και Δωρ. αντί ἴσμεν, αʹ πληθ. του οἶδα· ἴδμεν, ἴδμεναι, Επικ. αντί εἰδέναι, απαρ. του οἶδα.