ἴδμεν: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἴδμεν:''' Ιων. και Δωρ. αντί [[ἴσμεν]], | |lsmtext='''ἴδμεν:''' Ιων. και Δωρ. αντί [[ἴσμεν]], αʹ πληθ. του [[οἶδα]]· [[ἴδμεν]], [[ἴδμεναι]], Επικ. αντί [[εἰδέναι]], απαρ. του [[οἶδα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:26, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion., Aeol., Dor. for ἴσμεν: ἴδμεν, ἴδμεναι, Ep. for εἰδέναι; v. οἶδα.
French (Bailly abrégé)
ion. et dor. c. ἴσμεν, 1ᵉ pl. de οἶδα, v. *εἴδω;
épq. c. εἰδέναι, inf. de οἶδα, v. *εἴδω.
Russian (Dvoretsky)
ἴδμεν:
I ион.-дор. (= ἴσμεν) 1 л. pl. praes. к οἶδα (см. *εἴδω).
II (= εἰδέναι) эп. inf. к οἶδα (см. *εἴδω).
Greek (Liddell-Scott)
ἴδμεν: Ἰων. καὶ Δωρ. ἀντὶ ἴσμεν: - ἴδμεν, ἴδμεναι, Ἐπικ. ἀντὶ εἰδέναι· ἴδε οἶδα.
Greek Monotonic
ἴδμεν: Ιων. και Δωρ. αντί ἴσμεν, αʹ πληθ. του οἶδα· ἴδμεν, ἴδμεναι, Επικ. αντί εἰδέναι, απαρ. του οἶδα.