ὠκυδρόμας: Difference between revisions
From LSJ
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠκυδρόμας:''' -ου, ὁ = το επόμ., σε Ανθ. | |lsmtext='''ὠκυδρόμας:''' -ου, ὁ = το επόμ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, = [[ὠκυδρόμος]], <i>Epigr. adesp</i>. 126 (<i>APP</i> 389). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 24 November 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, = ὠκύδρομος, Epigr. ap. Paus.6.13.10.
Russian (Dvoretsky)
ὠκυδρόμᾱς: ου adj. m Anth. = ὠκυδρόμος.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκυδρόμας: -ου, ὁ, = ὠκύδρομος, Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 389.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) ὠκύδρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύδρομος, κατά τα αρσ. σε -ας].
Greek Monotonic
ὠκυδρόμας: -ου, ὁ = το επόμ., σε Ανθ.
German (Pape)
ὁ, = ὠκυδρόμος, Epigr. adesp. 126 (APP 389).