διάπυστος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάπυστος''': -ον, πολὺ [[γνωστός]], δ. γίγνεσθαι Ἡρῳδιαν. 2. 12.
|lstext='''διάπυστος''': -ον, πολὺ [[γνωστός]], δ. γίγνεσθαι Ἡρῳδιαν. 2. 12.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[bekannt]]</i>, Hdn. 2.12.4.
}}
}}

Revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπυστος Medium diacritics: διάπυστος Low diacritics: διάπυστος Capitals: ΔΙΑΠΥΣΤΟΣ
Transliteration A: diápystos Transliteration B: diapystos Transliteration C: diapystos Beta Code: dia/pustos

English (LSJ)

ον, heard of, well-known, δ. γίγνεσθαι Hdn.2.12.2.

Spanish (DGE)

-ον
muy conocido ἐπεὶ δὲ ταῦτα διάπυστα τῷ δήμῳ ἐγένετο Hdn.2.12.2, τῆς δόξης αὐτοῦ μέχρι Περσῶν διαπύστου γενομένης Sor.V.Hp.8.

Greek (Liddell-Scott)

διάπυστος: -ον, πολὺ γνωστός, δ. γίγνεσθαι Ἡρῳδιαν. 2. 12.

German (Pape)

bekannt, Hdn. 2.12.4.