ἀκώπητος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκώπητος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων κώπας: ὁ μὴ παρεσκευασμένος, «ἀπαράσκευον, μετῆκται δὲ ἀπὸ τῶν νεῶν τῶν μὴ ἐχουσὼν κώπας [[μηδὲ]] τὰ πρὸς τὸν πλοῦν εὐτρεπισμένα», Α. Β. 373, Ἡσύχ. | |lstext='''ἀκώπητος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων κώπας: ὁ μὴ παρεσκευασμένος, «ἀπαράσκευον, μετῆκται δὲ ἀπὸ τῶν νεῶν τῶν μὴ ἐχουσὼν κώπας [[μηδὲ]] τὰ πρὸς τὸν πλοῦν εὐτρεπισμένα», Α. Β. 373, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>nicht mit [[Rudern]] [[versehen]], [[ungerüstet]], VLL</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:43, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, not having oars; unequipped, AB 373, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 de naves desprovisto de remos, no equipado, Hsch., AB 373.
2 de pers. que no lleva arma, desarmado Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκώπητος: -ον, ὁ μὴ ἔχων κώπας: ὁ μὴ παρεσκευασμένος, «ἀπαράσκευον, μετῆκται δὲ ἀπὸ τῶν νεῶν τῶν μὴ ἐχουσὼν κώπας μηδὲ τὰ πρὸς τὸν πλοῦν εὐτρεπισμένα», Α. Β. 373, Ἡσύχ.
German (Pape)
nicht mit Rudern versehen, ungerüstet, VLL.