ταχύνους: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΑ<br />[[οξύνους]], αυτός που έχει κοφτερό [[μυαλό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραδύ</i>-[[νους]]].
|mltxt=-ουν, ΝΑ<br />[[οξύνους]], αυτός που έχει κοφτερό [[μυαλό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]]), [[πρβλ]]. [[βραδύνους]]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[ταχύνοος]].
|ptext=zusammengezogen aus [[ταχύνοος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

ταχύνους: ουν, ὁ ταχὺν ἔχων νοῦν, ἀγχίνους, ὀξύνους, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 1923β.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ
οξύνους, αυτός που έχει κοφτερό μυαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -νους (< νοῦς), πρβλ. βραδύνους].

German (Pape)

zusammengezogen aus ταχύνοος.