λυκοειδής: Difference between revisions
From LSJ
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ές, <i>[[wolfsähnlich]], -[[artig]]</i>, bes. von der [[Farbe]], ζῷα, <i> | |ptext=ές, <i>[[wolfsähnlich]], -[[artig]]</i>, bes. von der [[Farbe]], ζῷα, <i>Vetera Lexica</i>. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, A wolf-like, Eust. 856.51. II = λυκαυγής, Poet. ap. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκοειδής: -ές, ὅμοιος λύκῳ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ. ΙΙ. = λυκαυγής, «διάλευκος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ές (Α λυκοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λύκο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «λυκαυγής», ανάμικτος ή διακοσμημένος με λευκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -ειδής].
German (Pape)
ές, wolfsähnlich, -artig, bes. von der Farbe, ζῷα, Vetera Lexica.