μολοχίτης: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>s.e.</i> [[λίθος]];<br />sorte de pierre précieuse.<br />'''Étymologie:''' [[μολόχιον]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>s.e.</i> [[λίθος]];<br />[[sorte de pierre précieuse]].<br />'''Étymologie:''' [[μολόχιον]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:53, 9 January 2023

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
s.e. λίθος;
sorte de pierre précieuse.
Étymologie: μολόχιον.

Greek (Liddell-Scott)

μολοχίτης: λίθος, ὁ, εἶδος πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 36. [ῑ].

Greek Monolingual

μολοχίτης, ό ή μολοχῑτις, ἡ (Α)
φρ. «μολοχίτης λίθος» ή «μολοχῑτις λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου που έχει χρώμα μολόχας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολόχη + επίθημα -ίτης/ -ῖτις, που εμφανίζεται σε ονομασίες λίθων (πρβλ. ονυχ-ίτης, σιδηρ-ίτις)].

German (Pape)

[ῑ], λίθος, s. μαλαχίτης, Plin. H.N. 37.8.