λιγύθρους: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]\])" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιγύθρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που ηχεί [[δυνατά]] και [[καθαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>θροος</i>, -[[θρους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θροῦς</i> «[[θόρυβος]]»), [[πρβλ]]. <i>ηδύ</i>-[[θρους]]].
|mltxt=[[λιγύθρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που ηχεί [[δυνατά]] και [[καθαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>θροος</i>, -[[θρους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θροῦς</i> «[[θόρυβος]]»), [[πρβλ]]. [[ηδύθρους]]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[λιγύθροος]].
|ptext=zusammengezogen aus [[λιγύθροος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:05, 15 May 2023

Greek Monolingual

λιγύθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -θροος, -θρους (< θροῦς «θόρυβος»), πρβλ. ηδύθρους].

German (Pape)

zusammengezogen aus λιγύθροος.