συστατός: Difference between revisions
Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=systatos | |Transliteration C=systatos | ||
|Beta Code=sustato/s | |Beta Code=sustato/s | ||
|Definition= | |Definition=συστατή, συστατόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of being formed]], A.D.''Pron.''113.18, ''Synt.''174.1, al.<br><span class="bld">2</span> [[constructed]], ἐξ ἑτέρων S.E.''M.''1.104; [[well-made]], [[consistent]], [[μάθημα]] ib.57.<br><span class="bld">3</span> = [[εὐσύστατος]] ''ΙΙ'' (quod fort. legend.), Vett.Val. in ''Cat. Cod.Astr''.2.170. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
συστατή, συστατόν,
A capable of being formed, A.D.Pron.113.18, Synt.174.1, al.
2 constructed, ἐξ ἑτέρων S.E.M.1.104; well-made, consistent, μάθημα ib.57.
3 = εὐσύστατος ΙΙ (quod fort. legend.), Vett.Val. in Cat. Cod.Astr.2.170.
Russian (Dvoretsky)
συστᾰτός: v.l. σύστᾰτος 3 [adj. verb. к συνίστημι
1 составленный, состоящий (ἔκ τινων Sext.);
2 прочный, устойчивый (μάθημα Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
συστᾰτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ βάλῃ ὁμοῦ ἢ συντάξῃ, Ἀπολλ. π. Συντ. 179. 2) κατεσκευασμένος, ἐξ ἑτέρων Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 104· καλῶς κατεσκευασμένος, συμπαγής, εὐσταθής, αὐτόθι 57. ΙΙ. ἴδε θεοσύστατος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συνίστημι
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να θέσει μαζί ή να συντάξει («οὐ γὰρ δή γε ἡ τούτου εὐθεῖα πάλιν συστατή», Απολλ. Δύσκ.)
2. κατασκευασμένος, φτειαγμένος
3. ο καλά κατασκευασμένος.