καδμεία: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(b)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1279.png Seite 1279]] ἡ, auch καδμία, Galmei, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1279.png Seite 1279]] ἡ, auch καδμία, Galmei, Diosc.
}}
{{ls
|lstext='''καδμεία''': ἢ καδμία (ἐξυπακ. γῆ), «γεννᾶται δὲ ἡ [[καδμεία]] ἐκ τοῦ χαλκοῦ καμινευομένου, προσιζανούσης τῆς λιγνύος τοῖς τοίχοις καὶ τῇ κορυφῇ τῶν καμίνων» κτλ., ἐχρησίμευε δὲ ὡς [[φάρμακον]] εἰς ὀφθαλμικὰ [[πάθη]] καὶ ἄλλα, Διοσκ. 5. 85, Γαλην.
}}
}}

Revision as of 11:28, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καδμεία Medium diacritics: καδμεία Low diacritics: καδμεία Capitals: ΚΑΔΜΕΙΑ
Transliteration A: kadmeía Transliteration B: kadmeia Transliteration C: kadmeia Beta Code: kadmei/a

English (LSJ)

(in codd. καδμία) (sc. γῆ), ἡ,

   A cadmia, calamine, Dsc.5.74, Gal.1.413, al., PTeb.273.14 (ii/iii A.D.):—written καδμήα, POxy. 1088.4 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1279] ἡ, auch καδμία, Galmei, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

καδμεία: ἢ καδμία (ἐξυπακ. γῆ), «γεννᾶται δὲ ἡ καδμεία ἐκ τοῦ χαλκοῦ καμινευομένου, προσιζανούσης τῆς λιγνύος τοῖς τοίχοις καὶ τῇ κορυφῇ τῶν καμίνων» κτλ., ἐχρησίμευε δὲ ὡς φάρμακον εἰς ὀφθαλμικὰ πάθη καὶ ἄλλα, Διοσκ. 5. 85, Γαλην.