λείψανδρος: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
(b)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] den Mann verlassend, Schol. Eur. Or. 250.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] den Mann verlassend, Schol. Eur. Or. 250.
}}
{{grml
|mltxt=[[λείψανδρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[έλλειψη]] ανδρικού πληθυσμού<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτή που εγκαταλείπει τον άνδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειψ</i>- (<b>βλ.</b> [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>άν</i>-<i>ανδρος</i>, <i>φίλ</i>-<i>ανδρος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 27] den Mann verlassend, Schol. Eur. Or. 250.

Greek Monolingual

λείψανδρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει έλλειψη ανδρικού πληθυσμού
2. (για γυναίκα) αυτή που εγκαταλείπει τον άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ- (βλ. λείπω) + -ανδρος (< ἀνήρ), πρβλ. άν-ανδρος, φίλ-ανδρος].