λείψανδρος
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
English (LSJ)
v. λειψανδρία.
German (Pape)
[Seite 27] den Mann verlassend, Schol. Eur. Or. 250.
Greek Monolingual
λείψανδρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει έλλειψη ανδρικού πληθυσμού
2. (για γυναίκα) αυτή που εγκαταλείπει τον άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ- (βλ. λείπω) + -ανδρος (< ἀνήρ), πρβλ. άνανδρος, φίλανδρος].