ὑπέρειμι: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(b) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1194.png Seite 1194]] (s. [[εἶμι]]), darüber weggehen, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1194.png Seite 1194]] (s. [[εἶμι]]), darüber weggehen, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπέρειμι''': (εἰμί, sum) εἶμαι [[ἀνώτερος]], [[ὑπερέχω]], Ψευδοδιονύσ. 865, 953C, 481, Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 3, τὸ Ὁμηρικόν: περὶ μὲν βουλῇ Δαναῶν, περὶ δ’ ἐστὲ μάχεσθαι, ὁ Μέγ. Ἐτυμολ. 664, 20 ἑρμηνεύει: «ὑπέρεστε μὲν ἐν τῷ βουλεύειν καὶ περίεστε ἐν τῇ μάχῃ». | |||
}} | }} |
Revision as of 10:08, 5 August 2017
English (LSJ)
(εἰμί
A sum) to be superior, Lyd.Mens.2.6, EM664.20.
German (Pape)
[Seite 1194] (s. εἶμι), darüber weggehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρειμι: (εἰμί, sum) εἶμαι ἀνώτερος, ὑπερέχω, Ψευδοδιονύσ. 865, 953C, 481, Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 3, τὸ Ὁμηρικόν: περὶ μὲν βουλῇ Δαναῶν, περὶ δ’ ἐστὲ μάχεσθαι, ὁ Μέγ. Ἐτυμολ. 664, 20 ἑρμηνεύει: «ὑπέρεστε μὲν ἐν τῷ βουλεύειν καὶ περίεστε ἐν τῇ μάχῃ».