χηνοβοσία: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
(b)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1353.png Seite 1353]] ἡ, = [[χηνοβοσκία]], vgl. Lob. Phryn. 521.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1353.png Seite 1353]] ἡ, = [[χηνοβοσκία]], vgl. Lob. Phryn. 521.
}}
{{ls
|lstext='''χηνοβοσία''': ἡ, τὸ διατηρεῖν ἢ τρέφειν χῆνας, «[[χηνοβοσία]] Ἀττικοί· [[χηνοβοσκία]] Ἕλληνες» Μοῖρις 403, [[ἔνθα]] ἴδε Piers., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 521· ― ἀλλ’ ἐν Πλάτ. Πολιτικ. 264C, τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων φέρουσι χηνοβωτίας καὶ γερανοβωτίας. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.
}}
}}

Revision as of 11:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηνοβοσία Medium diacritics: χηνοβοσία Low diacritics: χηνοβοσία Capitals: ΧΗΝΟΒΟΣΙΑ
Transliteration A: chēnobosía Transliteration B: chēnobosia Transliteration C: chinovosia Beta Code: xhnobosi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A keeping or feeding of geese, Att. acc. to Moer. p.403 P.: pl., Poll.9.16 (misquoting Plato, v. χηνοβωτία).

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, = χηνοβοσκία, vgl. Lob. Phryn. 521.

Greek (Liddell-Scott)

χηνοβοσία: ἡ, τὸ διατηρεῖν ἢ τρέφειν χῆνας, «χηνοβοσία Ἀττικοί· χηνοβοσκία Ἕλληνες» Μοῖρις 403, ἔνθα ἴδε Piers., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 521· ― ἀλλ’ ἐν Πλάτ. Πολιτικ. 264C, τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων φέρουσι χηνοβωτίας καὶ γερανοβωτίας. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.