φίμωση: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[φίμωσις]], -ώσεως, ἡ, ΝΜΑ<br />[[φιμῶ</i> / -<i>ώνω]]<br /><b>1.</b> [[έμφραξη]] πόρου, [[κλείσιμο]] διόδου<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[στένωση]] της πόσθης του πέους, που εμποδίζει την [[έξοδο]] της βαλάνου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εφαρμογή]] φιμώτρου<br /><b>2.</b> το [[κλείσιμο]] του στόματος κάποιου με ειδικό [[μέσο]] ώστε να μην μπορεί να μιλάει<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απαγόρευση]] της ελευθερίας του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον θάνατο) [[σίγαση]]<br /><b>2.</b> [[παύση]] της λειτουργίας.
|mltxt=η / [[φίμωσις]], -ώσεως, ἡ, ΝΜΑ<br />[[φιμῶ]] / -ώνω<br /><b>1.</b> [[έμφραξη]] πόρου, [[κλείσιμο]] διόδου<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[στένωση]] της πόσθης του πέους, που εμποδίζει την [[έξοδο]] της βαλάνου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εφαρμογή]] φιμώτρου<br /><b>2.</b> το [[κλείσιμο]] του στόματος κάποιου με ειδικό [[μέσο]] ώστε να μην μπορεί να μιλάει<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απαγόρευση]] της ελευθερίας του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον θάνατο) [[σίγαση]]<br /><b>2.</b> [[παύση]] της λειτουργίας.
}}
}}
{{trml
{{trml
Line 6: Line 6:
Catalan: fimosi; Chinese Mandarin: 包莖/包茎; Czech: fimóza; Dutch: [[voorhuidsvernauwing]]; Esperanto: fimozo; Faroese: likkutútur; Finnish: fimoosi; French: [[phimosis]]; German: [[Phimose]]; Ancient Greek: [[φίμωσις]]; Hungarian: fitymaszűkület; Italian: [[fimosi]]; Japanese: 包茎; Latin: [[phimosis]]; Polish: stulejka; Portuguese: [[fimose]]; Russian: [[фимоз]]; Spanish: [[fimosis]]
Catalan: fimosi; Chinese Mandarin: 包莖/包茎; Czech: fimóza; Dutch: [[voorhuidsvernauwing]]; Esperanto: fimozo; Faroese: likkutútur; Finnish: fimoosi; French: [[phimosis]]; German: [[Phimose]]; Ancient Greek: [[φίμωσις]]; Hungarian: fitymaszűkület; Italian: [[fimosi]]; Japanese: 包茎; Latin: [[phimosis]]; Polish: stulejka; Portuguese: [[fimose]]; Russian: [[фимоз]]; Spanish: [[fimosis]]


ar: شبم; ast: Fimosis; be: Фімоз; bg: Фимоза; bn: ফাইমোসিস; ca: Fimosi; cs: Fimóza; da: Forhudsforsnævring; de: [[Phimose]]; el: [[Φίμωση]]; en: [[Phimosis]]; eo: Fimozo; es: [[Fimosis]]; eu: Fimosi; fa: فیموزیس; fi: Ahdas esinahka; fr: [[Phimosis]]; he: פימוזיס; hi: फाइमोसिस; hr: Fimoza; hu: Fitymaszűkület; hy: Ֆիմոզ; id: Fimosis; it: [[Fimosi]]; ja: 包茎; ko: 포경; ky: Фимоз; lt: Fimozė; mk: Фимоза; mr: फायमॉसिस; nds: Phimoos; nl: [[Fimosis]]; no: Fimose; or: ଫାଇମୋସିସ; pl: Stulejka; pt: [[Fimose]]; ro: Fimoză; ru: [[Фимоз]]; scn: Fimosi; sh: Fimoza; sk: Fimóza; sr: Фимоза; sv: Förhudsförträngning; ta: முன்தோல் குறுக்கம்; tt: Фимоз; uk: Фімоз; uz: Fimoz; vi: Hẹp bao quy đầu; zh: 包莖; zu: Phimosis
ar: شبم; ast: fimosis; be: фімоз; bg: фимоза; bn: ফাইমোসিস; ca: fimosi; cs: fimóza; da: forhudsforsnævring; de: [[Phimose]]; el: [[φίμωση]]; en: [[phimosis]]; eo: fimozo; es: [[fimosis]]; eu: fimosi; fa: فیموزیس; fi: ahdas esinahka; fr: [[phimosis]]; he: פימוזיס; hi: फाइमोसिस; hr: fimoza; hu: fitymaszűkület; hy: ֆիմոզ; id: fimosis; it: [[fimosi]]; ja: 包茎; ko: 포경; ky: фимоз; lt: fimozė; mk: фимоза; mr: फायमॉसिस; nds: phimoos; nl: [[fimosis]]; no: fimose; or: ଫାଇମୋସିସ; pl: stulejka; pt: [[fimose]]; ro: fimoză; ru: [[фимоз]]; scn: fimosi; sh: fimoza; sk: fimóza; sr: фимоза; sv: förhudsförträngning; ta: முன்தோல் குறுக்கம்; tt: фимоз; uk: фімоз; uz: fimoz; vi: hẹp bao quy đầu; zh: 包莖; zu: phimosis
}}
}}

Latest revision as of 19:59, 3 April 2023

Greek Monolingual

η / φίμωσις, -ώσεως, ἡ, ΝΜΑ
φιμῶ / -ώνω
1. έμφραξη πόρου, κλείσιμο διόδου
2. ιατρ. στένωση της πόσθης του πέους, που εμποδίζει την έξοδο της βαλάνου
νεοελλ.
1. εφαρμογή φιμώτρου
2. το κλείσιμο του στόματος κάποιου με ειδικό μέσο ώστε να μην μπορεί να μιλάει
3. μτφ. απαγόρευση της ελευθερίας του λόγου
αρχ.
1. (για τον θάνατο) σίγαση
2. παύση της λειτουργίας.

Translations

phimosis

Catalan: fimosi; Chinese Mandarin: 包莖/包茎; Czech: fimóza; Dutch: voorhuidsvernauwing; Esperanto: fimozo; Faroese: likkutútur; Finnish: fimoosi; French: phimosis; German: Phimose; Ancient Greek: φίμωσις; Hungarian: fitymaszűkület; Italian: fimosi; Japanese: 包茎; Latin: phimosis; Polish: stulejka; Portuguese: fimose; Russian: фимоз; Spanish: fimosis

ar: شبم; ast: fimosis; be: фімоз; bg: фимоза; bn: ফাইমোসিস; ca: fimosi; cs: fimóza; da: forhudsforsnævring; de: Phimose; el: φίμωση; en: phimosis; eo: fimozo; es: fimosis; eu: fimosi; fa: فیموزیس; fi: ahdas esinahka; fr: phimosis; he: פימוזיס; hi: फाइमोसिस; hr: fimoza; hu: fitymaszűkület; hy: ֆիմոզ; id: fimosis; it: fimosi; ja: 包茎; ko: 포경; ky: фимоз; lt: fimozė; mk: фимоза; mr: फायमॉसिस; nds: phimoos; nl: fimosis; no: fimose; or: ଫାଇମୋସିସ; pl: stulejka; pt: fimose; ro: fimoză; ru: фимоз; scn: fimosi; sh: fimoza; sk: fimóza; sr: фимоза; sv: förhudsförträngning; ta: முன்தோல் குறுக்கம்; tt: фимоз; uk: фімоз; uz: fimoz; vi: hẹp bao quy đầu; zh: 包莖; zu: phimosis