φίμωση
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
η / φίμωσις, -ώσεως, ἡ, ΝΜΑ
φιμῶ / -ώνω
1. έμφραξη πόρου, κλείσιμο διόδου
2. ιατρ. στένωση της πόσθης του πέους, που εμποδίζει την έξοδο της βαλάνου
νεοελλ.
1. εφαρμογή φιμώτρου
2. το κλείσιμο του στόματος κάποιου με ειδικό μέσο ώστε να μην μπορεί να μιλάει
3. μτφ. απαγόρευση της ελευθερίας του λόγου
αρχ.
1. (για τον θάνατο) σίγαση
2. παύση της λειτουργίας.
Translations
phimosis
Catalan: fimosi; Chinese Mandarin: 包莖/包茎; Czech: fimóza; Dutch: voorhuidsvernauwing; Esperanto: fimozo; Faroese: likkutútur; Finnish: fimoosi; French: phimosis; German: Phimose; Ancient Greek: φίμωσις; Hungarian: fitymaszűkület; Italian: fimosi; Japanese: 包茎; Latin: phimosis; Polish: stulejka; Portuguese: fimose; Russian: фимоз; Spanish: fimosis
ar: شبم; ast: fimosis; be: фімоз; bg: фимоза; bn: ফাইমোসিস; ca: fimosi; cs: fimóza; da: forhudsforsnævring; de: Phimose; el: φίμωση; en: phimosis; eo: fimozo; es: fimosis; eu: fimosi; fa: فیموزیس; fi: ahdas esinahka; fr: phimosis; he: פימוזיס; hi: फाइमोसिस; hr: fimoza; hu: fitymaszűkület; hy: ֆիմոզ; id: fimosis; it: fimosi; ja: 包茎; ko: 포경; ky: фимоз; lt: fimozė; mk: фимоза; mr: फायमॉसिस; nds: phimoos; nl: fimosis; no: fimose; or: ଫାଇମୋସିସ; pl: stulejka; pt: fimose; ro: fimoză; ru: фимоз; scn: fimosi; sh: fimoza; sk: fimóza; sr: фимоза; sv: förhudsförträngning; ta: முன்தோல் குறுக்கம்; tt: фимоз; uk: фімоз; uz: fimoz; vi: hẹp bao quy đầu; zh: 包莖; zu: phimosis