τροχή: Difference between revisions
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trochi | |Transliteration C=trochi | ||
|Beta Code=troxh/ | |Beta Code=troxh/ | ||
|Definition=ἡ, = [[τρόχος]], [[course]], | |Definition=ἡ, = [[τρόχος]], [[course]], Trag.Adesp.261. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = τρόχος, course, Trag.Adesp.261.
Greek (Liddell-Scott)
τροχή: ἡ, = τρόχος, δρόμος, ἴδε ἐν λ. προσαυρίζω, «προσαυρίζουσα χερσαία τροχή· ὑπὸ τῆς αὔρας νοτὶς προσπίπτουσα τῇ τροχῇ. δύναται δὲ οἷον καταλαμβάνουσα· ἐπαυρεῖν γὰρ τὸ καταλαμβάνειν καὶ ἐπιτυγχάνειν» Ἡσύχ. ἐν λ. προσαυρίζουσα...
Greek Monolingual
ἡ, Α
δρόμος, τρόχος (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. τρέχω + κατάλ. -ή (πρβλ. τροπή, τροφή)].