σταφυλίνος: Difference between revisions
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / σταφυλῑνος, ΝΜΑ<br />[[γένος]] σαρκοφάγων ή σαπροφάγων κολεόπτερων εντόμων, που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σταφυλινίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] είδους καρότου (α. «σταφυλῑνος [[κηπευτός]]», <b>Διοσκ.</b><br />β. | |mltxt=ο / σταφυλῑνος, ΝΜΑ<br />[[γένος]] σαρκοφάγων ή σαπροφάγων κολεόπτερων εντόμων, που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σταφυλινίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] είδους καρότου (α. «σταφυλῑνος [[κηπευτός]]», <b>Διοσκ.</b><br />β. «σταφυλῖνος [[ἄγριος]]»<br /><b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[βρυωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταφυλή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖνος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κορακῖνος]], [[κυπρῖνος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:47, 6 February 2024
Greek Monolingual
ο / σταφυλῑνος, ΝΜΑ
γένος σαρκοφάγων ή σαπροφάγων κολεόπτερων εντόμων, που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σταφυλινίδες
αρχ.
1. ονομασία είδους καρότου (α. «σταφυλῑνος κηπευτός», Διοσκ.
β. «σταφυλῖνος ἄγριος»
Διοσκ.)
2. το φυτό βρυωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + κατάλ. -ῖνος (πρβλ. κορακῖνος, κυπρῖνος)].