τετραδάκτυλος: Difference between revisions
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetradaktylos | |Transliteration C=tetradaktylos | ||
|Beta Code=tetrada/ktulos | |Beta Code=tetrada/ktulos | ||
|Definition= | |Definition=τετραδάκτυλον,<br><span class="bld">A</span> [[four-toed]], πόδες [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''688a5; of birds, Id.''HA''504a9.<br><span class="bld">2</span> [[four fingers long]], [[broad]], etc., Hp.''Art.''7, ''PLond.'' 3.1177.236 (ii A.D.); <b class="b3">δόχμη τὸ τ.</b> Ael.Dion.''Fr.''136. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
τετραδάκτυλον,
A four-toed, πόδες Arist.PA688a5; of birds, Id.HA504a9.
2 four fingers long, broad, etc., Hp.Art.7, PLond. 3.1177.236 (ii A.D.); δόχμη τὸ τ. Ael.Dion.Fr.136.
German (Pape)
[Seite 1097] vierfingerig, Sp.
Russian (Dvoretsky)
τετρᾰδάκτυλος: четырехпалый (πόδες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας δακτύλους, πόδες Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 30· ἐπὶ πτηνῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 4. 2) ὁ ἔχων μῆκος ἢ πλᾶτος, κλπ., τεσσάρων δακτύλων, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 783· τὸ τ. Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 1291. 43.
Greek Monolingual
-η, -ο / τετραδάκτυλος, -ον, ΝΑ, και τετραδάχτυλος, -η, -ον, Ν
1. αυτός που έχει τέσσερα δάχτυλα («ἔχει τοὺς προσθίους πόδας... τετραδακτύλους», Αριστοτ.)
2. αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ή διαστάσεις τεσσάρων δακτύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρα- + δάκτυλος (πρβλ. πενταδάκτυλος)].