μηδαμοί: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μηδαμοῑ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (πιθ. γρφ.) σε κανένα [[μέρος]], [[πουθενά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[μηδαμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>οῖ</i> ([[πρβλ]]. [[οὐδαμοῖ]])].
|mltxt=μηδαμοῖ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (πιθ. γρφ.) σε κανένα [[μέρος]], [[πουθενά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[μηδαμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>οῖ</i> ([[πρβλ]]. [[οὐδαμοῖ]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 6 February 2024

Greek Monolingual

μηδαμοῖ (Α)
επίρρ. (πιθ. γρφ.) σε κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -οῖ (πρβλ. οὐδαμοῖ)].