μηδαμοί

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source

Greek Monolingual

μηδαμοῖ (Α)
επίρρ. (πιθ. γρφ.) σε κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -οῖ (πρβλ. οὐδαμοῖ)].