μεγαλόσχημος: Difference between revisions
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
(b) |
(24) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] von großer Gestalt, Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] von großer Gestalt, Theophr. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλόσχημος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[μεγάλος]] στη [[μορφή]] ή στην [[εμφάνιση]], [[ογκώδης]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό του ασκητικού βίου, αλλ. [[μεγαλοσχήμων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εμφανίζεται σαν [[σπουδαίος]], [[σπουδαιοφανής]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μεγάλο [[αξίωμα]] [[χωρίς]] να το αξίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχῆμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εύ</i>-<i>σχημος</i>, [[κακό]]-<i>σχημος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 107] von großer Gestalt, Theophr.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μεγαλόσχημος, -ον)
1. μεγάλος στη μορφή ή στην εμφάνιση, ογκώδης
2. (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό του ασκητικού βίου, αλλ. μεγαλοσχήμων
νεοελλ.
1. αυτός που εμφανίζεται σαν σπουδαίος, σπουδαιοφανής
2. αυτός που έχει μεγάλο αξίωμα χωρίς να το αξίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σχῆμα (πρβλ. εύ-σχημος, κακό-σχημος)].