πλανώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(b) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0625.png Seite 625]] ες, = [[πλανητικός]], Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0625.png Seite 625]] ες, = [[πλανητικός]], Hippocr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πλᾰνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ πλανώμενος, πυρετοὶ (ἴδε [[πλάνης]] Ι. 3), Ἱππ. 216Β. 2) ὁ εὐκόλως κινούμενος ἢ διολισθαίνων, ἐπὶ ἐπιδέσμων, ὁ αὐτ. π. Ἰητρεῖον 743· πλ. ἄρθρον Ἀγμ. 778. 3) μεταφορ., γνώμη πλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 11. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:33, 5 August 2017
English (LSJ)
ες,
A wandering, esp. 1 = πλάνης 1.3, πυρετοί Hp. Coac.582. 2 liable to slip, of ligatures, Id.Off.9 (Sup.); ἄρθρον Id.Fract.45 (Comp.); of the womb, Aret.SA2.11. 3 metaph., rambling, γνώμη π. Id.SA2.11 (Comp.). Adv. -δῶς Phld.Lib.p.32 O.
German (Pape)
[Seite 625] ες, = πλανητικός, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰνώδης: -ες, (εἶδος) ὁ πλανώμενος, πυρετοὶ (ἴδε πλάνης Ι. 3), Ἱππ. 216Β. 2) ὁ εὐκόλως κινούμενος ἢ διολισθαίνων, ἐπὶ ἐπιδέσμων, ὁ αὐτ. π. Ἰητρεῖον 743· πλ. ἄρθρον Ἀγμ. 778. 3) μεταφορ., γνώμη πλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 11.