ἐπισπαστικός: Difference between revisions
From LSJ
τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
(b) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0981.png Seite 981]] ή, όν, anziehend, Pol. 4, 84, 6 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0981.png Seite 981]] ή, όν, anziehend, Pol. 4, 84, 6 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπισπαστικός''': -ή, -όν, ὁ, πρὸς ἑαυτὸν ἕλκων, [[ῥοφητικός]], τοῦ ὑγροῦ Ἀριστ. Προβλ. 37. 3, 2, Πολύβ. 4. 84. 6, κλ.· ἐπὶ φαρμάκων, [[φάρμακον]] ἔχον τὴν ἰδιότητα νὰ ἑλκύῃ ἔξω τοὺς χυμούς, Γαλην. ― Ἐπίρρ., ἐπισπαστικῶς κινεῖν. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 69. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:11, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A drawing to oneself, drawing in, τοῦ ὑγροῦ Arist.Pr.966a4; ἀτμοὶ ἐ. πρὸς ἑαυτούς Str.15.1.38; αἵματος Gal.Nat. Fac.2.3: abs. of drugs, Id.11.761, cf. Dsc.2.85, 109; ἔμπλαστροι Orib. Fr.85; ῥυφήματα ἐ. dub. sens. in Hp.Acut.(Sp.) 2. 2. metaph., attractive, Plb.4.84.6, Stoic.3.46. Adv. -κῶς, κινεῖν S.E.P.3.69.
German (Pape)
[Seite 981] ή, όν, anziehend, Pol. 4, 84, 6 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισπαστικός: -ή, -όν, ὁ, πρὸς ἑαυτὸν ἕλκων, ῥοφητικός, τοῦ ὑγροῦ Ἀριστ. Προβλ. 37. 3, 2, Πολύβ. 4. 84. 6, κλ.· ἐπὶ φαρμάκων, φάρμακον ἔχον τὴν ἰδιότητα νὰ ἑλκύῃ ἔξω τοὺς χυμούς, Γαλην. ― Ἐπίρρ., ἐπισπαστικῶς κινεῖν. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 69.