ῥοφητικός
From LSJ
ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt
English (LSJ)
ῥοφητική, ῥοφητικόν, drawing in, absorbing, τινος Str.15.1.38.
German (Pape)
[Seite 849] zum Schlürfen, Schlucken gehörig, geschickt, Strab. XV.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à avaler, à absorber.
Étymologie: ῥοφέω.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοφητικός: -ή, -όν, ὁ ἀπορροφῶν, τινος Στράβ. 703.
Greek Monotonic
ῥοφητικός: -ή, -όν, απορροφητικός, σε Στράβ.